πλινθουργώ
From LSJ
μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
Greek Monolingual
-έω, Α πλινθουργός
κατασκευάζω πλίνθους, πλινθοποιώ.
μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
-έω, Α πλινθουργός
κατασκευάζω πλίνθους, πλινθοποιώ.