πλινθουργώ
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
-έω, Α πλινθουργός
κατασκευάζω πλίνθους, πλινθοποιώ.
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
-έω, Α πλινθουργός
κατασκευάζω πλίνθους, πλινθοποιώ.