πλινθόκτιστος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

και πλιθόκτιστος και πλιθόχτιστος, -η, -ο, Ν
χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, με πλίθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος / πλίθος + κτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].