πλινθόκτιστος

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

και πλιθόκτιστος και πλιθόχτιστος, -η, -ο, Ν
χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, με πλίθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος / πλίθος + κτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].