φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
πνευματοειδής: περιστερά, ἐν εἴδει τοῦ πνεύματος, Θ. Στουδ. σ. 705, ἔκδ. Mi.
-ές, Μαυτός που έχει τη μορφή πνεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -ειδής].