πνευματοκιθάρα

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοκιθάρα: ἡ, (ὁ Δαβίδ), Θεοφάν. Κεραμ. σ. 317, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΜ
(για τον Δαβίδ) πνευματική κιθάρα, πνευματικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα -ατος + κιθάρα.