πνευματοκιθάρα

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοκιθάρα: ἡ, (ὁ Δαβίδ), Θεοφάν. Κεραμ. σ. 317, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΜ
(για τον Δαβίδ) πνευματική κιθάρα, πνευματικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα -ατος + κιθάρα.