ποικιλότητα

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

η / ποικιλότης, -ητος, ΝΑ ποικίλος
η ιδιότητα του ποικίλου, η ύπαρξη πολλών εναλλακτικών, διαφορετικών μορφών, ποικιλία, πολυμορφία
νεοελλ.
βιολ. η ύπαρξη παραλλαγών στον πληθυσμό ενός είδους.