πολυμορφία

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμορφία Medium diacritics: πολυμορφία Low diacritics: πολυμορφία Capitals: ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: polymorphía Transliteration B: polymorphia Transliteration C: polymorfia Beta Code: polumorfi/a

English (LSJ)

ἡ, manifoldness, Longin.39.3, Him.Or.21.10.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, Vielheit der Gestalten, Longin. 39, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμορφία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, ποικιλία, Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύμορφος
η ιδιότητα του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει κάποιος ή κάτι πολλές μορφές
νεοελλ.
1. βιολ. παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό
2. (κρυσταλλ.) ο πολυμορφισμός.