πολεμοστόλιστος

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
προετοιμασμένος για πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + στολίζω.