πολυεδρικός

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πολύεδρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύεδρο
2. αυτός που έχει σχήμα πολυέδρου («πολυεδρική κρύσταλλος»).