πολυθεϊσμός

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ο, Ν
(περιλπτ.)
1. πολυθεΐα
2. το σύνολο τών πολυθεϊστικών θρησκειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheisme (< πολυθεΐα + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό].