πολυπλεκεστέρα
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλεκεστέρα: μοχθηρία, πολυπλοκωτέρα, Μ. Ἀκομ. τ. Α, σ. 218, 25, ἔκδ. Λ.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
πολυπλεκεστέρα: μοχθηρία, πολυπλοκωτέρα, Μ. Ἀκομ. τ. Α, σ. 218, 25, ἔκδ. Λ.