Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
ποτῴκειν: Δωρ. αντί προσ-εοίκειν.
ποτῴκειν: дор. Anth. ppf. к * προσείκω.