προσείκω
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
French (Bailly abrégé)
seul. aux temps suiv. : pf. προσέοικα ou att. προσεῖκα > inf. προσεικέναι, part. προσεικώς;
1 ressembler à, être semblable à, τινι ; τινί τι, εἴς τι à qqn en qch;
2 convenir à, être séant;
Pass. (2ᵉ sg. pf. προσήϊξαι) ressembler à.
Étymologie: πρός, εἴκω.
Russian (Dvoretsky)
προσείκω: (pf. προσέοικα - атт. προσεῖκα - inf. προσεικέναι; part. προσεικώς; дор. ppf. ποτῴκειν)
1 быть схожим, походить: π. τινί τι Arph., Plat., κατά τι Arst. и εἴς τι Plut. походить на кого-л. чем-л.; Ἀλκήστιδι προσήϊξαι (pf. pass.) δέμας Eur. ты станом похожа на Алкестиду;
2 казаться (ποιεῖν τι Dem.);
3 подходить, подобать: οὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. то, что мне не пристало.