πρίμα

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. πρίμος.
(II)
και πρύμα Ν
επίρρ. βλ. πρίμος.