προβλέπομαι

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284

Russian (Dvoretsky)

προβλέπομαι: предусматривать, обеспечивать (κρεῖττόν τι περί - v. l. ὑπέρ - τινος NT).