προβλέπομαι

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Russian (Dvoretsky)

προβλέπομαι: предусматривать, обеспечивать (κρεῖττόν τι περί - v. l. ὑπέρ - τινος NT).