προδιακεντώ

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

-έω, Α
(σχετικά με εγκεντρισμό σε φυτά) τρυπώ από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διακεντῶ «κεντώ, διατρυπώ»].