Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
-έω, Α(σχετικά με εγκεντρισμό σε φυτά) τρυπώ από πριν.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διακεντῶ «κεντώ, διατρυπώ»].