προδοτικῶς
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
French (Bailly abrégé)
adv.
par trahison.
Étymologie: προδοτικός.
Russian (Dvoretsky)
προδοτικῶς: предательски Luc.