προείσπραξη

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

η, Ν προεισπράττω
είσπραξη χρηματικού ποσού πριν να γίνει απαιτητό.