προκατακλώ

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

-άω, Α
κατακομματιάζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακλῶ «σπάζω, συντρίβω»].