προκυονίδες

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών τών ΗΠΑ και τών Ιμαλαΐων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. procyonidae (< Procyon < Προκύων + -idae)].