προκυονίδες
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών τών ΗΠΑ και τών Ιμαλαΐων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. procyonidae (< Procyon < Προκύων + -idae)].