προκυονίδες
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών τών ΗΠΑ και τών Ιμαλαΐων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. procyonidae (< Procyon < Προκύων + -idae)].