προπαραβάλλομαι
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
Russian (Dvoretsky)
προπαραβάλλομαι: набрасывать, насыпать, нагромождать (для себя) (λίθους Thuc.).