προπαραβάλλομαι
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Russian (Dvoretsky)
προπαραβάλλομαι: набрасывать, насыпать, нагромождать (для себя) (λίθους Thuc.).
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
προπαραβάλλομαι: набрасывать, насыпать, нагромождать (для себя) (λίθους Thuc.).