προπολεμικός

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που υπήρξε ή έγινε πριν από τον τελευταίο πόλεμο
2. συνεκδ. ο πολύ παλιός.
επίρρ...
προπολεμικώς και προπολεμικά Ν
πριν από τον τελευταίο πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πόλεμος + κατάλ. -ικός].