προσομίλησις
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek (Liddell-Scott)
προσομίλησις: -εως, ἡ, τὸ προσομιλεῖν, ὁμιλία πρός τινα, συναναστροφή, σχέσις, Κλήμ. Ἀλ. 220.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσομιλῶ
συναναστροφή.