ὁμιλία

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑλία Medium diacritics: ὁμιλία Low diacritics: ομιλία Capitals: ΟΜΙΛΙΑ
Transliteration A: homilía Transliteration B: homilia Transliteration C: omilia Beta Code: o(mili/a

English (LSJ)

Ion. ὁμιλίη, ἡ,
A intercourse, company, ἐν παντὶ πράγει δ' ἔσθ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν = in all things, nothing is more evil than evil partnership A.Th.599; τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία Id.Pr.39, etc.; ὁμιλία τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174; πρός τινα S.Ph.70, Pl.Smp. 203a, al.; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμιλίας of my society, Ar.Pl.776; ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma.283d; ὁμιλία χθονός = intercourse with a country, E.Ph.1408; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁμιλίαν live among the gods, Id.IA[1622]; ἥκειν εἰς ὁμιλίαν τινί S.OT1489; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία public and private life, Th.1.68; ἐξ ὁμιλίας = by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12: also in plural, ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι Hdt.7.16.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc.; φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί = bad company ruins good habits E.Fr. 1024 (= Men.218); Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι association with Greeks, Hdt.4.77; ἐνδίκοις ὁμιλίαις A.Eu.966 (lyr.); αἱ.. συγγενεῖς ὁμιλίαι intercourse with kinsfolk, E.Tr.51; ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R. 550b; αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τῶν πραγμάτων = the associations of men and the forms of relations with things Arist.Pol.1336b32, etc.
2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc.; νυμφικαὶ ὁμιλίαι E.Hel. 1400; ὁμιλία τῶν ἀφροδισίων Arist.HA582a26; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or ἡ τῶν ἀρρένων ὁμιλία, Id.Pol.1272a24, 1269b29.
3 instruction, X.Mem.1.2.6 and 15; lecture, Ael.VH3.19: in plural, title of work by Critias, Gal.18(2).656.
4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ = to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι = know in theory, Hp.Art.10.
5 ἡ πλείστη ὁμιλία τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U.; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁμιλίαι, Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J.; αἱ κοιναὶ ὁμιλίαι common usage, S.E.M.1.1; τῶν ἰδιωτῶν ὁμιλίαι ib.64; ἡ ἀνὰ χεῖρα ὁμιλία A.D.Synt. 37.2; ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα ὁμιλία Hermog.Id.2.7.
II association, company, ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Hdt.3.81, cf. A.Eu.57.
2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib.406; ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν ship-mates, S.Aj.872; ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁμιλία E.Heracl.581, cf. Hipp.19 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 331] ἡ, das Zusammensein, die Gemeinschaft, der Umgang; ἐν παντὶ πράγει δ' ἔσθ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, Aesch. Spt. 581; τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία, Prom. 39; die Versammlung, τὸ φῦλον οὐκ ὄπωπα τῆσδ' ὁμιλίας, Eum. 57, vgl. 384. 681, wie Soph. Ai. 859 O. R. 1489; παύσω συμποτῶν ὁμιλίας, Eur. Alc. 344; ἀνδρῶν ἀρίστων ὁμιλίην ἐπιλέξαντες, ein Collegium, Her. 3, 81; Aesch. auch ἐμβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, Eum. 924, Unterredungen; πρός τινα, mit Einem, Soph. Phil. 70; εἰσιδεῖν πατρὸς δευτέραν ὁμιλίαν ἐλθόντος ἐς φῶς, El. 410; μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας, Eur. Hipp. 19; αὗται αἱ γυναῖκες λέγονται οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἐς ὁμιλίην φοιτᾶν, ehelichen Umgang haben, Her. 1, 182; vgl. ἄνευ τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα ὁμιλίας, Luc. sacrif. 6; τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας, Plat. Phaedr. 239 c, Umgang mit ibm; ἐκ τῆς τούτων ὁμιλίας τε καὶ τρίψεως πρὸς ἄλληλα γίγνεται ἔκγονα ἄπειρα, Theaet. 156 a; ἀρετῆς ἕνεκα τὰς ὁμιλίας ποιεῖσθαι, Soph. 223 a; u. so öfter, bes. bei Folgdn der Unterricht, λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισθόν, Xen. Mem. 1, 2, 6. – Überredung, ἐὰν τοὺς κυρίους ἢ δώροις ἢ δι' ἄλλης ἡστινοσοῦν ὁμιλίας ἐξαρέσηται, Dem. 60, 25, vgl. epist. 2 p. 635, 26. – Ὀνόματος, der Gebrauch, D. L. 10, 67.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. réunion, d'où
1 assemblée;
2 venue, visite, apparition;
II. compagnie, société, d'où
1 relations familières, commerce habituel;
2 entretien familier ; particul. leçons d'un maître ; ὁμιλία πρός τινα, moyen d'entretenir familièrement qqn;
3 commerce intime, relations intimes.
Étymologie: ὅμιλος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμῑλία: ион. ὁμῑλίη ἡ
1 тж. pl. общение, знакомство или связь (ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινί Soph.): ὁ. τινός и τινί Her. или πρός τινα Plat. общение с кем-л.; ἔχειν ὁμιλίαν ἔν τισι Eur. вращаться в чьем-л. кругу, т. е. жить среди кого-л.; ἡ σὴ ὁ. Plat. общение с тобою; Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι Her. сношения с греками; αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arst. отношения как с людьми так и с вещами; πολιτεῖαι καὶ ὁμιλίαι Thuc. общественные и частные отношения; εἰσιδεῖν δευτέραν ὁμιλίαν τινός Soph. вторично увидеться с кем-л.; ὁμιλίᾳ χθονός Eur. во время пребывания в (этой) стране;
2 половая связь (ἀνδρῶν οὐδαμῶν Her.; πρὸς τοὺς ἄρρενας Arst.);
3 собеседование, беседа: ἐξ ὁμιλίας Dem. в порядке собеседования, т. е. путем убеждения;
4 обучение (λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισθόν Xen.);
5 собрание, группа, общество (ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων Her.; ἀδελφῶν Eur.): ναὸς ὁ. Soph. спутники в морском путешествии;
6 общепринятое употребление, установившееся значение (τοῦ ὀνόματος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῑλία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ὁμοῦ, συναναστροφή, κοινωνία, συντροφία, Λατ. commercium, ἔσθ’ ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδὲν Αἰσχύλ. Θήβ. 599· τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἢ θ’ ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 39, κτλ.· - ὁμ. τινός, κοινωνίασχέσις μετά τινος, Ἡρόδ. 4. 174· τινὶ ὁ αὐτ. 5. 92, 6 πρός τινα Σοφ. Φ. 70, Πλάτ. Συμπ. 203α, κ. ἀλλ.· τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμ., τῆς συναναστροφῆς μου, Ἀριστοφ. Πλ. 776· ἡ σὴ ὁμ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 283D· ὁμ. χθονός, σχέσις, συγκοινωνία μετά τινος χώρας, Εὐρ. Φοίν. 1408· ἔχειν ὁμ. ἔν τισι, τὸ ζῆν, διάγειν μεταξύ τινων, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1622· ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινὶ Σοφ. Ο. Τ. 1489· πολιτεία καὶ ὁμ., δημόσιος καὶ ἰδιωτικὸς βίος, Θουκ. 1. 68· ἐξ ὁμιλίας, διὰ λόγου, διὰ πειθοῦς, ἀντίθετον τῷ βίᾳ, Δημ. 1466. 2· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 16, 1, Πλάτ., κλ.· Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι, συναναστροφαὶ ἢ σχέσις μετὰ τῶν Ἑλλήνων, Ἡρόδ. 4. 77· ἐνδίκοις ὁμ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 966· αἱ ... συγγενεῖς ὁμ., σχέσεις μετὰ συγγενῶν, Εὐρ. Τρῳ. 5· χρῆσθαι ὁμιλίαις κακαῖς Πλάτ. Πολ. 550Β· αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13, κτλ. 2) μῖξις σαρκικὴ ἢ συνουσία, Ἡρόδ. 1. 182, Ξεν. Συμπ. 8, 22, Ἀπομν. 3. 11, 14, κτλ.· νυμφικαὶ ὁμ. Εὐρ. Ἑλ. 1400· ὁμ. τῶν ἀφροδισίων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 2· ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας ἢ τῶν ἀρρένων ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 8. 7. 3) ὁμιλία, συνομιλία, λόγος, συνδιάλεξις, τῆς κοινῆς ... ὁμιλίας, τοῦ κοινοῦ ἐν χρήσει λόγου, Ἐρωτιαν. σ. 2, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33, 14, κλ. 4) παίδευσις, διδασκαλία, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 6 καὶ 15· μάθημα, «παράδοσις», διδασκαλία, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 19· καὶ παρ’ Ἐκκλ., λόγος, κήρυγμα, ὁμιλία. 5) ὁμιλέειν ὁμιλίῃ, κατέχειν τι διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6) ἡ ὁμ. τοῦ ὀνόματος, ἡ κοινή, συνήθης αὐτοῦ χρῆσις, Διογ. Λ. 10. 67. ΙΙ. σύλλογος, ἑταιρεία, ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 57. 2) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, καινὴν δ’ ὁρῶσα τήνδ’ ὁμιλίαν, βλέπουσα τὴν παράδοξον ταύτην ἐπίσκεψιν ὑμῶν εἰς τὴν χώραν ταύτην, αὐτόθι 406· ἡμῶν γε ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν, ἡμᾶς τοὺς συνναύτας, Σοφ. Αἴ. 872· ἀδελφῶν ἡ παροῦσ’ ὁμ. Εὐρ. Ἡρακλ. 581· πρβλ. Ἱππ. 19 καὶ ἴδε ὄνομα IV.

Spanish

compañía, unión

English (Strong)

from ὅμιλος; companionship ("homily"), i.e. (by implication) intercourse: communication.

English (Thayer)

ὁμιλίας, ἡ (ὅμιλος), companionship, contact, communion: ἦθος. (Tragg., Aristophanes, Xenophon, Plato, and following.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη)
1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία του βουλευτή στην πλατεία του χωριού» β. «η επί του όρους ομιλία»)
2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β. ἐν ταῖς ἰδιωτικαῖς ὁμιλίαις», Διον. Αλ.)
3. εκκλ. το είδος του κηρύγματος που συνδέεται στενά με συνεχές κείμενο ή περικοπή της Αγίας Γραφής
νεοελλ.
1. προφορική ανακοίνωση, υπόμνηση
2. λαλιά, μιλιά, φωνή
3. ο τόνος της φωνής, η προφορά («από την ομιλία φαίνεται ότι είναι ξένος»)
4. γλωσσ. η εξωτερική πραγμάτωση ή εφαρμογή της όλης γλωσσικής έκφρασης του ανθρώπου, σε διάκριση από την εσωτερική πλευρά της, που είναι ο λόγος
5. στον πληθ. οι ομιλίες
είδος λαϊκού θεάτρου
αρχ.
1. συναναστροφή («φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί», Ευρ.)
2. σχέση, επαφή με κάποιον (α. «ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι» — οι σχέσεις με τους Έλληνες, Ηρόδ.
β. «συγγενεῖς ὁμιλίαι» — οι μεταξύ συγγενών σχέσεις, Ευρ.
γ. «αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τών πραγμάτων» — συσχετισμός μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων, Αριστοτ.)
3. σαρκική μίξη, συνουσία
4. εξάσκηση («ὁμιλέειν ὁμιλίῃ.» — να κατέχει κανείς κάτι με την εξάσκηση, Ιπποκρ.)
5. (για πράγμα) συνηθισμένη χρήση («ἡ πλείστη ὁμιλία τοῦ ὀνόματος», Επίκ.)
6. σύλλογος, εταιρεία («ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην», Ηρόδ.)
7. (με περλπτ. σημ.) συνάθροιση, συγκέντρωση («ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁμιλία», Ευρ.)
8. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ὁμιλίαι
τίτλος έργου του Κριτίου
9. φρ. α) «ἔχω ἔν τινι ὁμιλίαν» — ζω με κάποιον (Ευρ.)
β) «ἡ καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία» — ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος μας (Θουκ.)
γ) «χθονὸς ὁμιλία» — αγάπη προς την πατρίδα (Ευρ.)
δ) «ἐξ ὁμιλίας» — με την πειθώ, με τα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος. Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη τών λ. ὁμιλία, ὁμιλῶ από τη σημ. του ὅμιλος «συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων» στη σημ. «συνδιαλέγομαι, μιλώ, συζητώ» από τη χριστιανική εποχή και ύστερα].

Greek Monotonic

ὁμῑλία: Ιων. -ίη, ἡ (ὁμιλέω
I. 1. το να είναι κάποιος μαζί με άλλους, (επι)κοινωνία, συναναστροφή, συντροφιά, Λατ. commercium, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὁμιλία τινός, (επι)κοινωνία ή συναναστροφή με κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμιλίας, εκείνους που αξίζουν τη φιλία μου, σε Αριστοφ.· ὁμιλία χθονός, επαφή, συναλλαγή με μια χώρα, σε Ευρ.· πολιτεία καὶ ὁμιλία, δημόσια και ιδιωτική ζωή, σε Θουκ.· επίσης στον πληθ. Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι, επαφές, συμμαχία με τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· αἱ συγγενεῖς ὁμιλίαι, σχέσεις με συγγενικά πρόσωπα, σε Ευρ.
2. σεξουαλική συνεύρεση, συνουσία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
3. διδασκαλία, σε Ξεν.· μεταγεν., διάλεξη, παράδοση μαθήματος, μάθημα.
II. σύλλογος, εταιρεία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με περιληπτική σημασία, συνοδοιπόροι, επισκέπτες από κοινού, σε Αισχύλ.· ναὸς ὁμιλίας, ναύτες που υπηρετούν στο ίδιο καράβι, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὁμῑλία, ἡ, ὁμιλέω
I. a being together, communion, intercourse, converse, company, Lat. commercium, Aesch., etc.:— ὁμ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.; πρός τινα Soph., etc.; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμιλίας those who are worthy of my society, Ar.; ὁμ. χθονός intercourse with a country, Eur.; πολιτεία καὶ ὁμ. public and private life, Thuc.:—also in plural, Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι association with Greeks, Hdt.; αἱ συγγενεῖς ὁμιλίαι intercourse with kinsfolk, Eur.
2. sexual intercourse, Hdt., Xen., etc.
3. instruction, Xen.:—later, a homily, sermon.
II. an association, company, Hdt., Aesch.:—in collect. sense, fellow-sojourners, Aesch.; ναὸς ὁμ. ship- mates, Soph.

Chinese

原文音譯:Ðmil⋯a 弘-衣利阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:有如-和好
字義溯源:友誼,結交,交往,交談,講論;源自(ὅμιλος)=結交);由(ὁμοῦ)=相同)與(αἱρέομαι)*=群眾)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)。比較: (κοινωνία)=合夥
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 結交(1) 林前15:33

English (Woodhouse)

association, band, company, crowd, dealings, friendship, intercourse, society, collection of people, coming together, division of an army, fellowship, social intercourse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

compañía, unión con un dios τέλει τὴν προγνωστικὴν τρανὴς τῇ ὁμιλίᾳ, μέχρι οὗ θέλεις realiza la investigación del futuro claramente, en unión con él, hasta que tú quieras P III 194

Lexicon Thucydideum

consuetudo, custom, habit, 1.3.2, 1.68.1.

Translations

company

Afrikaans: geselskap; Belarusian: кампанія, таварыства; Bulgarian: компания, общество; Catalan: companyia; Czech: společnost; Dutch: gezelschap; Esperanto: kunularo; Estonian: kompanii; Finnish: ryhmä; French: compagnie; Galician: compaña; German: Gesellschaft; Greek: συντροφιά; Ancient Greek: ὁμιλία; Hungarian: társulat; Interlingua: compania; Irish: comhlacht; Latin: coetus; Macedonian: друштво, дружина; Old Norse: sveit; Portuguese: companhia; Romanian: companie; Russian: компания, общество, товарищество; Sanskrit: पटल; Scottish Gaelic: cuideachd; Spanish: compañía; Swahili: kampuni; Ukrainian: товариство, компанія; Welsh: criw

conversation

Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: ⁧مُحَادَثَة⁩, ⁧مُكَالَمَة⁩, ⁧حِوَار⁩; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: ⁧שִׂיחָה⁩; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: ⁧گفتوگۆ⁩, ⁧بارودۆخ⁩; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: ⁧گفتگو⁩, ⁧صحبت⁩, ⁧مکالمه⁩; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: ⁧بات چیت⁩; Uyghur: ⁧سۆھبەت⁩, ⁧سۆزلىشىش⁩, ⁧دىئالوگ⁩, ⁧پاراڭلىشىش⁩; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: ⁧שמועס⁩, ⁧געשפּרעך⁩