προὔβην

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de προβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

προὔβην: (= προέβην) стяж. aor. 2 к προβαίνω.