πτεροφυώ

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

πτεροφυῶ, -έω, ΝΜΑ πτεροφυής
βγάζω φτερά, σχηματίζω φτέρωμα.