πτωχοεπισκοπή

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
πτωχή επισκοπή, επισκοπή χωρίς επαρκείς πόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + ἐπισκοπή.