πυκνοήσκιωτος

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

-η, -ο και πυκνόσκιωτος, -η, ο, Ν
(για δένδρα ή δάση) αυτός που παρουσιάζει πυκνή, βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ήσκιος «σκιά» + κατάλ. -ωτος (πρβλ. ελαφροήσκιωτος)].