πυκνόπυργος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για πόληχώρα) αυτός που έχει πολλούς πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πύργος.