πυκνόπυργος

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για πόληχώρα) αυτός που έχει πολλούς πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πύργος.