πυρραλίς

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek (Liddell-Scott)

πυρρᾰλίς: ἴδε πυραλίς.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. πυραλίς.

Russian (Dvoretsky)

πυρραλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Arst. = πυραλίς.

German (Pape)

ίδος, ἡ, ein rötlicher Vogel, wahrscheinlich eine wilde Taubenart; Arist. H.A. 9.1; Ath. IX.394d; auch πυραλίς und πυραλλίς geschrieben; – ἐλαῖαι πυρραλίδες od. πυραλλίδες, rötliche od. goldgelbe Oliven, Sp.