πυρόχρως

From LSJ

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

German (Pape)

[Seite 824] = πυρίχρως.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρόχρως: -ωτος, = πυρίχρως, Achmes Ὀνειροκρ. 149, 18, Γαλην.

Greek Monolingual

πύροχρων, Μ
βλ. πυρίχρως.