πῆξε

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monotonic

πῆξε: Επικ. αντί ἔπηξε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του πήγνυμι.