ραμολής

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ο, και ραμολί, το, Ν
άτομο που πάσχει από γεροντική άνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ramolli (< λατ. mollis «μαλακός»)].