άτομο
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
το (Α ἄτομον, ουδ. ως ουσ. του επιθ. ἄτομος)
νεοελλ.
1. ένας άνθρωπος, σε αντίθεση με την ομάδα
2. η μικρότερη μονάδα ενός χημικού στοιχείου που διατηρεί τη στοιχειακή ταυτότητά της
αρχ.
το μικρότατο, άτμητο κομμάτι της ύλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ουδ. του επιθ. άτομος ως ουσ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται σε πατριαρχικό έγγραφο του έτους 1804 ως απόδοση του γαλλ. individu, personne].