άτομο

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

το (Α ἄτομον, ουδ. ως ουσ. του επιθ. ἄτομος)
νεοελλ.
1. ένας άνθρωπος, σε αντίθεση με την ομάδα
2. η μικρότερη μονάδα ενός χημικού στοιχείου που διατηρεί τη στοιχειακή ταυτότητά της
αρχ.
το μικρότατο, άτμητο κομμάτι της ύλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ουδ. του επιθ. άτομος ως ουσ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται σε πατριαρχικό έγγραφο του έτους 1804 ως απόδοση του γαλλ. individu, personne].