ραφινάτος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. ραφιναρισμένος, φιλτραρισμένος
2. μτφ. εκλεπτυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinato (βλ. ραφινάρω)].