φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
ο, η / ῥιζολόγος, ΝΜαυτός που μαζεύει ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -λόγος].