Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
ο, η / ῥιζολόγος, ΝΜαυτός που μαζεύει ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -λόγος].