ρινίο

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

το / ῥινίον, ΝΑ ῥίς, ῥινός
νεοελλ.
το ρινικό σημείο
αρχ.
1. μυτούλα
2. πληθ. τὰ ῥινία
τα ρουθούνια.