ῥίς

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίς Medium diacritics: ῥίς Low diacritics: ρις Capitals: ΡΙΣ
Transliteration A: rhís Transliteration B: rhis Transliteration C: ris Beta Code: r(i/s

English (LSJ)

ἡ, gen. ῥῑνός, acc. ῥῖνα, pl. ῥῖνες:—
A nose or snout of men and beasts, Il.5.291, Od.4.445, Hdt.3.154, Ar.Pax 21, Pl.Prt. 329d, etc.; ἕλκειν τινὰ τῆς ῥινός lead him by the nose, Luc.Herm.73; ἕλκεσθαι τῆς ῥ. ib.68; μὴ τὴν χολὴν ἐπὶ ῥινὸς ἔχ' εὐθύς Herod.6.37.
2 in plural nostrils, but freq., like Lat. nares, nose, Il.16.503, Od.5.456, al., Hes.Sc.267, S.Aj.918, Ar.Nu.344, etc.; στόμα τε ῥῖνές τε Il.14.467, cf. 23.395, al., Pl.Ti.79e.
II prob. brow of a hill or projecting spur of land, IG14.352 ii 36, al. (Halaesa).—A later nom. form is ῥίν, Hp.Vict.1.23 (prob. f.l. for ῥῖνες), Aret.CA1.2, Luc.Asin.12; as name of a bandage, Sor.Fasc.11. [ῑ, but ῐ in AP11.418 (Trajan).]

German (Pape)

[Seite 845] ῥινός, ἡ, 1) die Nase; Hom., sowohl von Menschen als von Tieren, z. B. ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε, Od. 4, 445; in Prosa überall; τῆς ῥινὸς ἕλκειν, an der Nase herumziehen, Luc. Hermot. 68 Pisc. 12, oft. – 2) im plur. ῥῖνες, die Nasenlöcher, στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντο, Il. 14, 467; τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς τε, 16, 503; θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε, Od. 5, 456, u. öfter; Hes. Sc. 267; Soph. φυσῶν τ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας πληγῆς αἷμα, Ai. 901; Hippocr. hat den ion. gen. ῥινέων; διὰ τῶν ῥινῶν, Plat. Prot. 334 c u. öfter, u. Folgde. – [Nur sp. Dichter haben ι auch kurz gebraucht, vgl. Jacobs A. P. p. 729.]

French (Bailly abrégé)

ῥινός (ἡ) :
αἱ ῥῖνες, τὰς ῥῖνας;
nez de l'homme ; ἕλκειν τινὰ τῆς ῥινός LUC conduire litt. tirer) qqn par le nez ; Pass. ἕλκεσθαι τῆς ῥινός LUC être mené par le nez ; nez des animaux ; museau, mufle, groin, etc. ; plur. αἱ ῥῖνες, les narines.
Étym. skr. ghrânam.

Russian (Dvoretsky)

ῥίς: ῥῑνός, редко Anth. ῥῐνός ἡ
1 тж. pl. нос Hom., Her., Arph. etc.: ἕλκειν τινὰ τῆς ῥινός Luc. водить кого-л. за нос;
2 pl. ноздри Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίς: ἡ, γεν. ῥῑνός, αἰτ. ῥῖνα, πληθ. ῥῖνες, Ἰων. γεν. πληθ. ῥινέων, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - μύτη, Λατ. nasus, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ ζῴων, συχν. παρ’ Ὁμ. οἷον Ἰλ. Ε. 291, Ὀδ. Δ. 445, οὕτως, Ἡρόδ. 3. 154, Ἀριστοφ. Εἰρ. 21, κτλ. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ μυκτῆρες, ῥώθωνες, ἀλλὰ συχνάκις ὡς τὸ Λατ. nares, ἡ ῥίς, Ἰλ. Π. 503, Ὀδ. Ε. 456, κ. ἀλλ. Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 267, Σοφ. Αἴ. 918, Ἀριστοφ. Νεφ. 344, κτλ.· στόμα τε ῥῖνές τε Ἰλ. Ξ. 467, κ. ἀλλ., πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 70Ε· ἕλκω τινὰ τῆς ῥινός, σύρω τινὰ «ἀπὸ τὴν μύτην», Λουκ. Ἑρμότ. 73· ἑλέσθαι τῆς ῥ. αὐτόθι 68· - πρβλ. γρυπός, σιμός, μυκτη. ΙΙ. ἔν τινι Σικελ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγραφ. 5594, στήλ. 11. 36, 39, 53, 63, ἑρμηνεύεται ἀγωγός, ὀχετὸς (πρβλ. ῥινοῦχος), ἢ προέχον μέρος γῆς, ἴδε Franck σ. 619. - Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. τύπος ῥίν, Ἱππ. 346, 50, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 2, Λουκ. Ὄν. 12, πρβλ. Λοβ. Παραλ. 196. [ῑ, ἐξαιρουμένης τῆς μεταγενεστέρας στιχουργίας, Ἰακ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 729.]

English (Autenrieth)

ῥῖνός (ϝρ.): nose, pl. nostrils.

Greek Monotonic

ῥίς: ἡ, γεν. ῥῑνός, αιτ. ῥῖνα, πληθ. ῥῖνες·
I. 1. μύτη, Λατ. nasus, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. στον πληθ., ρουθούνια, αλλά και η μύτη, όπως το Λατ. nares, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. σωλήνας, αγωγός ή οχετός.

Frisk Etymological English

ῥινός
Grammatical information: f.
Meaning: nose, of man and animal, pl. ῥῖνες nostrils, nose (Il.).
Other forms: late also ῥίν
Compounds: Compp.; e.g. ῥιν-ηλατέω to seek out with the nose, to trace (A.; cf. on ἐλαύνω), εὔ-ρις, -ρινος having a good nose, examining keenly (A., S.), also εὔ-ριν-ο-ς id. (late); on the 2. member extens. Sommer Nominalkomp. 87ff.
Derivatives: ῥινία pl. nostrils (Arist.), ῥινάω to lead by the nose (com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like ἴς, θίς; cf. Schwyzer 570 n. 2. No etymology. Arbitrary hypotheses noted in Bq, Hofmann Et. Wb., WP. 1, 140. As arbitrary Hamp Glotta 38, 209 ff.: to OIr. srōn nose a.o. The word has replaced the old designation of the nose, Lat. nārēs, nāsus etc. -- The word may well be Pre-Greek.

Middle Liddell

ῥίς, ίδος, ἡ,
I. the nose, Lat. nasus, Hom., Hdt., etc.
2. in plural the nostrils, nose, Lat. nares, Il., etc.
II. a pipe or conduit.

Frisk Etymology German

ῥίς: (sp. auch ῥί̄ν),
{rhís}
Forms: ῥινός
Grammar: f.
Meaning: Nase, von Mensch und Tier, pl. ῥῖνες Nasenlöcher, Nüstern, Nase (seit Il.).
Composita : Kompp.; z.B. ῥινηλατέω mt der Nase spüren, aufspüren (A. u.a.; vgl. zu ἐλαύνω), εὔρις, -ρινος mit guter Nase, scharf prüfend (A., S. u.a.), auch εὔρινο-ς ib. (sp.); zum Hinterglied ausführlich Sommer Nominalkomp. 87ff.
Derivative: Davon ῥινία pl. Nasenlöcher (Arist.), ῥινάω an der Nase herumführen (Kom.).
Etymology : Bildung wie ἴς, θίς; vgl. Schwyzer 570 A. 2. Ohne Etymologie. Willkürliche Hypothesen sind bei Bq, Hofmann Et. Wb., WP. 1, 140 notiert. Ebenso willkürlich Hamp Glotta 38, 209 ff.: zu air. srōn Nase u.a. (mit Laryngalkonstruktion). Das Wort hat die alte Bezeichnung der Nase, lat. nārēs, nāsus usw. ersetzt.
Page 2,659