ροδής
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
-ιά, -ί, Ν
1. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του ροδιού
2. το ουδ. ως ουσ. το ροδί
το χρώμα του ροδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδι + κατάλ. -ης (πρβλ. θαλασσής, σταχτής)].