σαράκοντα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek (Liddell-Scott)
σαράκοντα: σαρακοστός, Βυζ. τύποι τῶν τεσσαράκοντα, -κοστός, Χρον. Πασχ. 352.. 12, κτλ.
Greek Monolingual
Μ
άκλ. (αριθμτ.) τεσσαράκοντα, σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του τεσσαράκοντα με αποκοπή της συλλαβής τε(σ)- λόγω του ότι θεωρήθηκε ως αιτ. του άρθρου: τὲς σαράκοντα.