σαράντισμα
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν σαραντίζω
1. το αποτέλεσμα του σαραντίζω, η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τοκετό ή από θάνατο
2. η τελετουργία και η ευχή καθαρισμού που δίνεται από ιερέα σε λεχώνα μετά την συμπλήρωση σαράντα ημερών από την ημέρα του τοκετού.