ευχή
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, Gebet, Wunsch u. Gelübde; bei Hom. αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Od. 10, 526; πρόφρων γε θεὰ ὑποδέξεται εὐχάς Hes. Th. 419; θεὸς εὔφρων εἴη εὐχαῖς Pind. Ol. 4, 14; τελεῖν τὰς εὐχάς, das Gebet erhören, erfüllen, Aesch. Ag. 947; λέξωμεν ἐπ' Ἀργείοις εὐχὰς ἀγαθάς Suppl. 621; ἄνακτι – λυτηρίους εὐχὰς ἀνάσχου Soph. El. 636; μάταιον εὐχὴν ηὔξω Eur. I. T. 628; εὐχὴ κατὰ χιλίων χιμάρων, Gelübde von 1000 Ziegen, Ar. Equ. 665; εὐχὴ καὶ παιᾶνες Thuc. 7, 75; εὐχὴν ποιεῖσθαι, εὔχεσθαι, Plat. Alc. II, 142 e 148 c; εὐχῇ χρῆσθαι Legg. III, 688 b; ἆρ' οὐκ εὐχὰς εἶναι τοῖς θεοῖς VIII, 801 b; εὐχαὶ πρὸς θεούς III, 700 b; oft mit θυσίαι verbunden; in der Vrbdg πᾶς φοβεῖται καὶ τιμᾷ γονέων εὐχάς, XI, 931 e, ist es Verwünschung und Anwünschung, Fluch u. Segen; Fluch auch Eur. Phoen. 70; πατρίας εὐχὰς εὔχεσθαι, von den durch den Herold feierlich gesprochenen Gebeten, Aesch. 1, 23. – Übh. der Wunsch, ἄξια εὐχῆς διαπράττεσθαι Isocr. 4, 182; 5, 19; κατὰ τὴν τῶν παίδων εὐχήν Plat. Soph. 249 b; κατ' εὐχὴν ποιεῖν τινι, Jem. nach Wunsch handeln. Arist. poet. 13; ἐκ δ' εὐχῆς, nach Wunsch, Theaet. 1 (VI, 357); a. Sp. Bes. aber eitler, leerer Wunsch, im Gegensatz des Ausführbaren, oder wirklich Ausgeführten, μὴ εὐχὴ δοκῇ εἶναι ὁ λόγος Plat. Rep. V, 450 d; οὐκ ἄρα ἀδύνατά γε οὐδ' εὐχαῖς ὅμοια ἐνομοθετοῦμεν 456 c; ὡς ἄλλως εὐχαῖς ὅμοια λέγοντες VI, 499 c; μὴ παντάπασιν ημᾶς εὐχὰς εἰρηκέναι VII, 540 d; πράξεις δυνατὰς μέν, εὐχῇ δ' ὁμοίας Isocr. 5, 118; vgl. Dem. 24, 68.
Greek Monolingual
και ευχή, η (ΑΜ εὐχή)
1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση
2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή δοξολογικό
νεοελλ.
1. επίκληση της θείας προστασίας και της επιφοιτήσεως της θείας χάριτος σε κάποιο πρόσωπο
2. φρ. α) «ευχής έργον είναι» — μακάρι να γίνει...
β) «κατ' ευχήν» — αισίως, με επιτυχία
γ) παροιμ. «ευκή γονιού αγόρασε και το βουνό ανέβα» — δηλ. η ευλογία τών γονέων προφυλάσσει από κάθε κίνδυνο
δ) (κατ' ευφ.) «τί ευκή θεού» — τί στο καλό
μσν.
1. χειροτονία
2. άδεια που παραχωρείται από τον ηγούμενο μοναστηριού σε καλόγηρο
αρχ.
1. προσευχή, δέηση, παράκληση στους θεούς
2. κατάρα, επίκληση του κακού
3. υπόσχεση για εκτέλεση θυσίας ή προσφοράς, τάξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύχομαι. Πρόκειται για τ. μεταγενέστερο τών άλλων μεταρρηματικών ονομάτων που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια (εύχος, ευχωλή) αλλά και για τον πλέον εύχρηστο. Η λ., εκτός της γενικότερης σημασίας της «ευχή», έχει και την πιο εξειδικευμένη: «προσευχή»].