ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
σαρκόφρων: -ον, (φρὴν) ὁ φρονῶν τὰ τῆς σαρκὸς (τῆς ὕλης), Βυζαντ.
-ον, Μαυτός που σκέπτεται μόνο όσα αφορούν το σώμα, την υλική του υπόσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ανδρόφρων].